- πύρροθριξ
- πύρρο-θριξ, gen. τρῐχος, ὁ, ἡ,A red-haired, Sol.22 (v.l.), Arist.Pr.966b33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυρρόθριξ — masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρρόθριξ — ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ βλ. πυρρότριχος … Dictionary of Greek
πυρρότριχα — πυρρόθριξ masc/fem acc sg πυρρότριχος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρρότριχας — πυρρόθριξ masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρρότριχες — πυρρόθριξ masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρρότριχι — πυρρόθριξ masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρρότριχος — η, ο / πυρρότριχος, ον, και πυρρόθριξ, ότριχος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και πυρσόθριξ, ότριχος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πυρρόξανθα μαλλιά, κοκκινομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός / πυρσός «ερυθρός, κοκκινωπός» + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό τριχος / λευκό θριξ)] … Dictionary of Greek